- είδος
- το (AM εἶδος)1. η εξωτερική όψη τών πραγμάτων, μορφή, σχήμα2. στον πληθ. διάφορα αντικείμενα για ορισμένη χρήση το καθέναμσν.- νεοελλ.1. υλική ποιότητα («οὐκ ἐξὸν ἀπαριθμεῑν τὸ εἶδος τών πραγμάτων», Διγ.)2. πράγμαμσν.στον πληθ. α) χαρακτηριστικάβ) αγαθάαρχ.1. ιδέα (ως όρος τής φιλοσοφίας)2. περιφραστικά με γεν. προσώπ. για να δηλώσει το πρόσωπο («ἦ σὸν τὸ κλεινὸν εἶδος Ἠλέκτρας τόδε» [αντί: η Ηλέκτρα], Σοφ.)3. ωραία όψη4. στον πληθ. διακοσμητικά σχέδια5. ιατρ. ιδιοσυγκρασία6. μουσ. η μουσική κλίμακα ταυτόσημη με το σχήμα7. (φιλοσ.) στον πληθ. εἴδησχήματα, διάφορες κατηγορίες ατόμων.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είδος < (F)εῑδ-ος ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *weid- που σημαίνει «βλέπω» (πρβλ. απρμφ. ιδείν τού αορ. είδον) αλλά και «γνωρίζω, ξέρω» (πρβλ. παρακμ. οίδα < (F)oıδ-a «έχω δει», άρα «ξέρω»). Ο τ. είδος αντιστοιχεί μορφολογικά σε αρχ. ινδ. vedas- «κτήση, απόκτηση», ενώ ο αόρ. είδον διαφέρει σημασιολογικά από τον αρχ. ινδ. αόρ. avidam «βρήκα, απέκτησα». Στενότερη σημασιολογική σχέση με το είδος φαίνεται να παρουσιάζει το αρχ. σλαβ. vidŭ «είδος, θεωρία» < *weido(s), λιθ. veidas «όψη, πρόσωπο», αρχ. άνω γερμ. wĩsa «τρόπος». Η λ. είδος εμφανίζεται ως β' συνθετικό ενός πολύ μεγάλου αριθμού λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής με τη μορφή -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.